Οσο μεγάλωνε η ζοχάδα τόσο πολλαπλασιάζονταν οι αρνήσεις. Εκατοντάδες συνάδελφοι εγκατέλειψαν άδοξα το επάγγελμα από τα αποδυτήρια, κατά το κοινώς λεγόμενο. Οι υπόλοιποι δοκιμάζαμε τη μέθοδο του Διογένη του Κυνικού, ο οποίος συνήθιζε να ζητά ελεημοσύνη από τους ανδριάντες. Αποστόμωνε όποιους ρωτούσαν γιατί επιμένει, εφόσον δεν πρόκειται να λάβει το παραμικρό, με τη στερεότυπη φράση: «Μελετώ αποτυγχάνειν». Ετσι κι εμείς, εξασκούμαστε στο να μας διώχνουν. Η εκγύμναση ωφελεί. Σε μικρό διάστημα μοστράραμε στα κατώφλια των νοικοκυριών με ύφος χιλίων απολωλότων υιών που επιστρέφουν στην οικογενειακή εστία έπειτα από πολυετή απουσία στην ξενιτιά.
Ρούγες και στενά απ’ την Κοκκινιά, τον Κορυδαλλό και το Κερατσίνι ίσαμε τα Νέα Λιόσια, την Παλατιανή και την Πετρούπολη κι από τον Εύοσμο, τη Σταυρούπολη και την Πολίχνη ώς το Τρίλοφο, την Περαία και τους Νέους Επιβάτες –το Μπαξέ Τσιφλίκι του Τσιτσάνη– με προσφωνούσαν με το υποκοριστικό. Προτιμούσα τις λαϊκές και προσφυγικές περιοχές με τους προσηνείς, ευπροσήγορους και φιλόξενους κατοίκους. Παρότι διδασκόμουν Στατιστική σε κάθε έτος του Οικονομικού Νομικής, όπου φοιτούσα, πρωί κι απόγευμα σπούδαζα στην πραγματικότητα ψυχολογία της μάζας. Παρατηρούσα ότι ένα κρίσιμο ποσοστό των συνεντευξιαζομένων ταυτιζόταν μαζί μου, μοιραζόταν τον κόπο του μεροκάματου και εις ένδειξιν αλληλεγγύης επαινούσε ενυδατικές κρέμες, λεπίδες ξυρίσματος, αποσμητικά και λογής λογής προϊόντα που ουδέποτε είχε χρησιμοποιήσει. Είμαστε ακατανόητα αισιόδοξος λαός, φύσει συμπονετικός και γαλαντόμος.
Το παραπάνω χούι μάς ακολουθεί δυστυχώς και στην κάλπη, όταν επιλέγουμε κυβερνήσεις. Θυμάμαι ότι στις δημοσκοπήσεις κατά το «βρόμικο ’89» το 20% έως 25% των ερωτώμενων είχε να πει μόνο καλά λόγια και για τον Ανδρέα και για τον Ψηλό – εξακολουθώ να μην αναφέρω επώνυμο, καθότι προληπτικός. Εφοδιασμένος με τις μνήμες αυτές και οπωσούν υποψιασμένος, φυλλομέτρησα τις πρόσφατες «τάσεις της MRB». Παραβλέποντας τα τετριμμένα μεγέθη, όπως «πρόθεση ψήφου», «παράσταση νίκης» και «μετακινήσεις ψηφοφόρων», τα οποία τροφοδοτούν την αντιπαράθεση των κομμάτων, κοντοστάθηκα σε δευτερεύουσες παραμέτρους, αποκαλυπτικές της ψυχοσύνθεσής μας.
Ανάμεσά τους, η δημοτικότητα των πολιτικών αρχηγών. Ο Κούλης παραμένει ο δημοφιλέστερος, ίσως για τα τσακίρικα, γουρλωτά του μάτια. Καταγράφει, μολαταύτα, 60% μη ευνοϊκές γνώμες. Αν προσθέσουμε και το επίμαχο 25% της μεγαλοθυμίας των Ελλήνων, απορρίπτεται από το 85% του πληθυσμού. Ο ΘΑλέξης συγκεντρώνει 71,4% μη θετικές γνώμες, τουτέστιν 96,4%. Τους επικροτούν, πά’ να πει το 15% και 3,6% αντιστοίχως. Υπερβολικά φιλεύσπλαχνους μας βρίσκω. Το 90,6% νιώθει οργή, ντροπή και φόβο, το 92,4% πιστεύει ότι τα πράγματα στη χώρα πάνε χάλια και το 93,9% κρίνει κάκιστη την οικονομική κατάσταση. Το 0,7% τη θεωρεί πολύ καλή ή έστω καλή. Οπτιμισμός στο έπακρο. Το τραγικό είναι ότι το 85% θα ξαναψηφίσει τους ίδιους. Ευήθεια, διανοητική ένδεια και ανεμοκεφαλιά στο μη περαιτέρω. [ΜΕΤΕΩΡΟΣ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου