Κυριακή 28 Αυγούστου 2016

Πού χάνονται τα όνειρα;


 Από μικρός ήταν γεμάτος από δαύτα και ήταν πολλά. Μικρά, μεγάλα, δύσκολα, εύκολα, άλλα δικά του, άλλα δανεικά. Ήταν όμως πάντα εκεί. Ένα σημείο ορισμού για το ίδιο του το εγώ, να τα κυνηγά, να τον κάνουν να νιώθει άλλοτε νικητής και άλλοτε μηδενικό. Ακόμα και όταν τον ρωτούσες ποιος είναι, απαντούσε μέσα από αυτά. Και τώρα κενό. Δε μπορεί να θυμηθεί ούτε ένα. Μήνες τώρα τα έχει χάσει, αλλά δεν είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία. Εδώ και τρεις μέρες όμως το μυαλό του έχει κολλήσει εκεί… «Θα κάνω τα πάντα για να τα βρω. Θα γυρίσω τον κόσμο ανάποδα αν χρειαστεί και θα τα βρω! Θα ξεκινήσω από το σπίτι, τις περισσότερες φορές αυτό που ψάχνεις είναι μπροστά στα μάτια σου και απλά δεν το βλέπεις. Θα ρωτήσω και τη μάνα!».
«Μάνα, πάει καιρός που έχω χάσει -μη γελάσεις- τα όνειρά μου… και ήταν και τόσα πολλά, ρε γαμώτο… Τα έχεις δει πουθενά;». «Τι να σου πω, αγόρι μου, τα δικά μου τα έχω χάσει χρόνια, δε μπήκα καν στον κόπο να τα ψάξω. Έχουν απομείνει μόνο αυτά που έχω για σένα, να σε δω πετυχημένο στη ζωή σου! Να σε βοηθήσω όμως! Βάλ’ τα κάτω, αγόρι μου, σκέψου πού μπορεί να τα έχεις χάσει και ξεκίνα από εκεί που έκανες τα πιο πολλά». «Θα ξεκινήσω από το σχολείο. 12 χρόνια μαθητής, ίσως να τα άφησα εκεί».
 Έφτασε έτσι μπροστά στην τεράστια σκάλα του σχολείου του και τον πλημμύρισαν μόνο ευχάριστες αναμνήσεις. «Πούστη χρόνε! Είσαι ο καλύτερος γιατρός! Δεν είχε περάσει μέρα που να μην το έβριζα τότε». Ανέβηκε τα σκαλιά ζωηρά σαν να ήταν ακόμα πιτσιρικάς. «Γιώργο;». Γύρισε ξαφνιασμένος και είδε τον αγαπημένο του καθηγητή από τα σχολικά του χρόνια να τον πλησιάζει. Σκεφτόταν πως ο χρόνος δεν του είχε φερθεί και τόσο καλά, την ίδια στιγμή που και ο ίδιος παρατηρούσε στο τζάμι της απέναντι αίθουσας έναν άγνωστο τριαντάρη με μούσια. «Τι κάνεις εδώ; Πόσα χρόνια…». Ένιωσε κάπως αμήχανος και απάντησε βιαστικά. «Κύριε καθηγητά, πώς να σας το πω και να μη γελάσετε; Έχω χάσει τα όνειρά μου και αποφάσισα να τα ψάξω εδώ». «Εδώ, αγαπητέ μου, ήρθες για να τα βρεις;». Γέλασε. «Σπάσε λίγο τη γλυκιά ανάμνηση και σκέψου πραγματικά τι σε μαθαίναμε εδώ». Δεν το σκέφτηκε πολύ, εμπιστεύτηκε το ένστικτο που του έλεγε ότι τελικά δεν είχε κάτι να βρει εκεί, χαιρέτισε ευγενικά και έφυγε.
 Επόμενος σταθμός το Πανεπιστήμιο. Φτάνοντας μπροστά στην πύλη της σχολής, τη σκέπαζε ένα τεράστιο πανό που έγραφε «Κατάληψη». Θυμήθηκε τις δικές του μέρες στο Πανεπιστήμιο που τότε ήταν γεμάτες όνειρα και πέρασε μέσα. Άρχισε να ψάχνει παλιούς φίλους και καθηγητές. Δεν κατάφερε πολλά και είπε να ρωτήσει έναν πιτσιρικά που καθόταν λίγο παραπέρα και έμοιαζε να ξέρει πρόσωπα και καταστάσεις. Ο πιτσιρικάς, σχεδόν κοροϊδεύοντάς τον, του απάντησε: «Μεγάλε μου, καθηγητές σχεδόν δεν έχουμε πια με τις περικοπές και όσοι έχουν μείνει, άντε βρες τους! Όσο για τους φίλους σου, δεν κοιτάς καλύτερα σε καμία ουρά του ΟΑΕΔ ή στο εξωτερικό;». 
 Δεν είχε το κουράγιο ούτε να του απαντήσει, είχε περάσει και η ώρα και θα αργούσε πάλι στη δουλειά. Στο δρόμο άρχισε να ξεπερνά την απογοήτευσή του και ζεστάθηκε με την ιδέα ότι τελικά θα μπορούσε να τα βρει στο γραφείο. 5 χρόνια πια στη δουλειά, και ακόμα θυμάται πόσα όνειρα και σχέδια έκανε όταν ξεκίνησε εκεί. Στο μέσο του οκταώρου του όμως, αφού ξέκλεψε λίγο χρόνο από τη ρουτίνα του υπολογιστή και της δουλειάς, άρχισε να κοιτά γύρω τους ανθρώπους και το χώρο και κατάλαβε πόσο είχε απομυθοποιήσει τα πάντα, αλλά και το σκοπό του που τον είχε πρωτοφέρει εκεί…
 Βραδάκι πια και είχε φτάσει στο σπίτι. Κοντοστάθηκε μπροστά στο γκαράζ, κοίταξε το αυτοκίνητό του, προσπάθησε να αναπολήσει όνειρα για ταξίδια και φυγές, αλλά κενό! Μπροστά στην τηλεόραση πλέον, είχε αφεθεί στις εικόνες και κάπου εκεί αναλογίστηκε τις ώρες και τα όνειρα που είχε κάνει μπροστά σε αυτό το κουτί για καλύτερη ζωή, γυναίκες, αγορές και σκέφτηκε: «Θα κοιτάξω μέσα της». Σηκώθηκε απότομα και την πέταξε κάτω με δύναμη, έψαξε ανάμεσα στα χίλια κομμάτια που την είχε κάνει… Τίποτα, κενό!
 Αργά το βράδυ, χωρίς να βρίσκει ηρεμία στο σπίτι, αποφασίζει να πάει για ένα ποτό. Στη βοή του κόσμου και των ήχων ψάχνει για τα όνειρά του στα πρόσωπα των γυναικών, πλάσματα που γι’ αυτά είχε κάνει τόσα όνειρα, αλλά πάντα στο τέλος χαλούσαν. Πότε γιατί δεν μπορούσε να πλάσει την εικόνα που «έπρεπε» γι’ αυτές και πότε γιατί ανακάλυπτε άλλους ανθρώπους πίσω από τις όμορφες και βαμμένες μάσκες τους. Δεν είχε καταφέρει ακόμα να είναι ο εαυτός του και να μην τον νοιάζει…  Μεθυσμένος πια, έξω από το σπίτι και καθισμένος στο πεζοδρόμιο, άρχισε μια περίεργη συζήτηση με το πάντα χαρούμενο και παιχνιδιάρικο αδέσποτο της γειτονιάς, τη Λίντα. Τη χάιδευε και της μιλούσε για τα χαμένα του όνειρα και για την περιπέτειά του να τα βρει… Και κάπου εκεί μέσα στη μέθη του, φαντάστηκε τη Λίντα να του απαντά: «Δε μπορείς να χάσεις κάτι που ποτέ δεν ήταν δικό σου». [Πηγή: www.doctv.gr - Γιάννης Ταβουλάρης]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου