Κυρίες, Κύριοι, Σύντροφοι, εκείνη η παλιά ερώτηση «Ποιοι είμαστε;» βρίσκει απογοητευτική απάντηση σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο όπου αναγκαστικά ζούμε. Πράγματι, δεν είμαστε παρά οι υπήκοοι αυτού του κόσμου, του τάχα πολιτισμένου, όπου η ευφυΐα και η χαμέρπεια, ο ηρωισμός και η βλακεία, βολεύοντάς τα μια χαρά μεταξύ τους, βρίσκονται εναλλάξ στο προσκήνιο. Είμαστε οι υπήκοοι αυτού του ασυνάρτητου και παράλογου κόσμου, που κατασκευάζει όπλα για να εμποδίσει τον πόλεμο, όπου η επιστήμη χρησιμοποιείται για να καταστρέφει και για να οικοδομεί, για να σκοτώνει και για να παρατείνει τη ζωή των μελλοθάνατων, όπου η πιο παρανοϊκή δραστηριότητα έχει τα πιο αντίθετα αποτελέσματα -ζούμε σ’ έναν κόσμο όπου παντρεύονται για τα λεφτά, όπου χτίζουν παλάτια που σαπίζουν εγκαταλειμμένα στις ακτές. Αυτός ο κόσμος στέκεται ακόμα κακήν κακώς όρθιος, αλλά ήδη βλέπουμε να λάμπουν μες στη νύχτα τα σημάδια της επερχόμενης καταστροφής.
Το ότι ξαναλέω όλα αυτά τα προφανή θα φανεί σίγουρα αφελές και άχρηστο σ’ εκείνους που δεν τους ενοχλούν και που ήρεμα επωφελούνται από αυτήν την κατάσταση των πραγμάτων. Όσοι ζουν από αυτήν την απραξία, ποθούν να τη σταθεροποιήσουν και, καθώς τα μόνα κατάλληλα γι’ αυτό μέσα είναι κάποιες νέες αταξίες, ξανασοβατίζουν, με το «ρεαλιστικό» λεγόμενο τρόπο τους, το παλιό οικοδόμημα, επιταχύνοντας έτσι, χωρίς να το καταλαβαίνουν, την επικείμενη πτώση του. Άλλοι άνθρωποι, που ανάμεσά τους με υπερηφάνεια βάζω τον εαυτό μου, παρά για την ανεδαφικότητα για την οποία τους κατηγορούν, επιθυμούν ασυνείδητα την προλεταριακή επανάσταση που θα μεταμορφώσει τον κόσμο -και πολεμούν γι’ αυτό το σκοπό, καθένας με τα μέσα που διαθέτει. Πρέπει, ωστόσο, να αμυνθούμε ενάντια σ’ αυτήν τη μέτρια πραγματικότητα, που την έχουν διαμορφώσει αιώνες ολόκληροι ειδωλολατρείας για το χρήμα, για τις φυλές, για τις πατρίδες, για τους θεούς και, θα πρόσθετα, ειδωλολατρείας για την τέχνη.
Η φύση, που η αστική κοινωνία δεν έχει καταφέρει να εκμηδενίσει τελείως, μας προσφέρει τη δυνατότητα του ονείρου, το οποίο χαρίζει στο σώμα μας και στο πνεύμα μας την ελευθερία που τόσο έχουμε ανάγκη. Η φύση, σαν από υπέρμετρη γενναιοδωρία, δημιούργησε, για τα υπερβολικά ανυπόμονα ή υπερβολικά αδύναμα άτομα, το καταφύγιο της τρέλας, που τα προστατεύει από την αποπνικτική ατμόσφαιρα του σύγχρονου κόσμου.
Η μεγάλη όμως δύναμη είναι ο έρωτας, που μεταφέρει τους ερωτευμένους σ’ έναν κόσμο μαγικό, φτιαγμένο μόνο γι’ αυτούς, τέλεια απομονωμένο και προφυλαγμένο.
Τέλος, ο Σουρεαλισμός προσφέρει στην ανθρωπότητα μια μέθοδο κι έναν πνευματικό προσανατολισμό, οι οποίοι οδηγούν στην εξερεύνηση πεδίων ως τώρα αγνοημένων ή περιφρονημένων, που -ωστόσο- ενδιαφέρουν άμεσα τον άνθρωπο. Ο Σουρεαλισμός διεκδικεί για την καθημερινή ζωή μια ελευθερία παρόμοια μ’ εκείνη του ονείρου.
Αυτήν την ελευθερία, το πνεύμα την κατέχει εν δυνάμει και, ουσιαστικά, αρκεί οι νέοι τεχνικοί να προσπαθήσουν να παραμερίσουν κάποιο σύμπλεγμα -ίσως το σύμπλεγμα του γελοίου- και να ψάξουν να βρουν εκείνες τις ανεπαίσθητες αλλαγές που θα έπρεπε να επιφέρουμε στις συνήθειές μας, έτσι ώστε αυτή η ιδιότητα που έχουμε να μην κοιτάζουμε παρά μόνο αυτό που μας δείχνει το βλέμμα μας, να γίνει ικανότητα τού να ανακαλύπτουμε αμέσως τα αντικείμενα των πόθων μας. Στην καθημερινή εμπειρία, έστω και στριμωγμένη ανάμεσα στις διάφορες θρησκευτικές, πολιτικές ή στρατιωτικές ηθικές, βλέπουμε να υλοποιούνται ήδη, σε κάποιο βαθμό, αυτές οι δυνατότητες. Όπως και να ‘χει, οι σουρεαλιστές ξέρουν να είναι ελεύθεροι. «Ελευθερία, χρώμα του ανθρώπου» φωνάζει ο Αντρέ Μπρετόν.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Ρενέ Μαγκρίτ, Τα Κείμενα, εκδ. Οδυσσέας, 2009.
Ο Ρενέ Μαγκρίτ (1898-1967) ήταν βέλγος σουρεαλιστής ζωγράφος με επιρροές από το κίνημα του ντανταϊσμού. «Η ζωγραφική μου είναι ορατές εικόνες που δεν κρύβουν κάτι -προκαλούν μυστήριο και, πράγματι, όταν κάποιος βλέπει έναν από τους πίνακές μου, θέτει στον εαυτό του αυτήν την απλή ερώτηση: «Tι σημαίνει αυτό;» Οι πίνακές μου δεν σημαίνουν κάτι, επειδή και το μυστήριο δεν σημαίνει κάτι- είναι απλά άγνωστο» -Ρ. Μαγκρίτ [Πηγή: www.doctv.gr]